- κάκοσμος
- -η, -οπου έχει κακή οσμή, δύσοσμος, βρομισμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάκοσμος — ill smelling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκοσμος — η, ο (Α κάκοσμος, ον) αυτός που αναδίδει κακή οσμή, δυσώδης, δύσοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οσμος (< ὀσμή), πρβλ. δείν οσμος, ηδύ οσμος] … Dictionary of Greek
κάκοσμον — κάκοσμος ill smelling masc/fem acc sg κάκοσμος ill smelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσμώ — [κάκοσμος] μυρίζω άσχημα, βρομάω, αναδίδω κακοσμία … Dictionary of Greek
κακόσμοις — κάκοσμος ill smelling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόσμων — κάκοσμος ill smelling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκοσμα — κάκοσμος ill smelling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοσμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δυσάρεστων οσμών. Η κ. διακρίνεται σε αντικειμενική, που γίνεται αντιληπτή από το περιβάλλον του ασθενή, αλλά όχι από τον ίδιο, εξαιτίας της καταστροφής του οβλητικού βλεννογόνου, και σε… … Dictionary of Greek
κακώδης — κακώδης, ες (Α) αυτός που μυρίζει άσχημα, κάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + ώδης (πρβλ. θερμ ώδης, μελαν ώδης)] … Dictionary of Greek